υπίσχομαι

υπίσχομαι
Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. ὑπισχνοῡμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπίσχομαι — ὑπό ἴσχω keep back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπισχνούμαι — έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι αρχ. 1. συγκατατίθεμαι 2. βεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”